βύθισμα
Смотреть что такое "βύθισμα" в других словарях:
βύθισμα — το 1. η κατάδυση, το βούτηγμα: Το βύθισμα του παιδιού στην κολυμπήθρα είναι απαραίτητο για να γίνει η βάφτιση. 2. (ναυτ. όρος), «βύθισμα πλοίου», το βάθος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο οποίο φτάνει η καρίνα του πλοίου ανάλογα με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βύθισμα — το 1. η βύθιση 2. το μέρος του πλοίου από την ίσαλο γραμμή ώς την τρόπιδα, την καρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… … Dictionary of Greek
έμπρυμνος — και έμπρυμος, η, ο 1. (για πλοίο) αυτό που από ελαττωματική φόρτωση παρουσιάζει μεγαλύτερο βύθισμα προς το μέρος τής πρύμνης από το κανονικό 2. (για ιστό) αυτός που γέρνει προς την πρύμνη … Dictionary of Greek
έξαλα — Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να… … Dictionary of Greek
ανισοβύθιστος — η, ο 1. ο βυθισμένος άνισα 2. (για πλοία) αυτός που δεν έχει το ίδιο βύθισμα στην πλώρη και στην πρύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο] … Dictionary of Greek
εκβυθίζω — (AM ἐκβυθίζομαι) νεοελλ. 1. ανελκύω, ανασύρω από τον βυθό 2. ( ομαι) (για πλοίο) ελαττώνεται το βύθισμα αρχ. μσν. βγαίνω από τον βυθό … Dictionary of Greek
ζάλη — η (ΑΜ ζάλη) σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία νεοελλ. μσν. αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη νεοελλ. 1. βύθισμα, λήθαργος («κ είχε θανάτου ζάλη»,… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek